- ενοφθαλμιαζομαι
- ἐνοφθαλμιάζομαιἐν-οφθαλμιάζομαιс.-х. поддаваться прививке
(πεύκη καὴ πίτυς καὴ τὰ ὅμοια οὐκ ἐνοφθαλμιάζει Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πεύκη καὴ πίτυς καὴ τὰ ὅμοια οὐκ ἐνοφθαλμιάζει Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ενοφθαλμιάζομαι — ἐνοφθαλμιάζομαι (Α) (για δέντρα) επιδέχομαι ενοφθαλισμό, εγκεντρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού ενοφθαλμίζομαι < εν + οφθαλμίζομαι < οφθαλμός] … Dictionary of Greek